- ἕδρα
- ἕδρᾱ , ἕδραsitting-placefem nom/voc/acc dualἕδρᾱ , ἕδραsitting-placefem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔδρα — ἔδρᾱ , δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
έδρα — η 1. αυτό όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, θρόνος, σκαμνί, καρέκλα, πολυθρόνα. 2. κάθισμα πάνω σε βάθρο με γραφείο μπροστά ή με αναλόγιο ή με τραπέζι σαν βήμα, η καθέδρα: Έδρα καθηγητή, δικαστή, προέδρου. 3. μτφ., θέση ή αξίωμα καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἕδρᾳ — ἕδραι , ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγία Έδρα — Η έδρα του αρχηγού της καθολικής Εκκλησίας. Παλαιότερα ήταν η Ρώμη και τώρα το Βατικανό (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ἕδρας — ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem acc pl ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕδραι — ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδραπέτευον — ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 3rd pl ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσας — ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem acc pl (doric) ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem gen sg (doric) ἑδράσᾱς , ἑδράζω cause to sit aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράων — ἑδρά̱ων , ἕδρα sitting place fem gen pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)